-
1 λίπασμα
λίπασμα, τό, das Fettmachende, Fett, Hippocr. u.;p., Salbe, Maneth. 4, 345; ὀφϑαλμῶν λ. nannte Epikur die Thräne.
-
2 λιπασμα
-
3 λίπασμα
λίπασμαa greasy form of ulceration: neut nom /voc /acc sg -
4 λίπασμα
λίπασμα, τό, das Fettmachende, Fett; Salbe; ὀφϑαλμῶν λ. nannte Epikur die Träne -
5 λίπασμα
4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίπασμα
-
6 λίπασμα
το удобрение -
7 λίπασμα
[липазма] ουσ. о. удобрение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίπασμα
-
8 λίπασμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-1=2 Neh 8,10; 1 Ezr 9,51 -
9 λίπασμα
[липазма] ουσ ο удобрение. -
10 λίπασμα
ѓубривоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λίπασμα
-
11 λίπασμα
engrais -
12 λίπασμα
nawóz (m) rzecz. -
13 λίπασμα
hnojivo -
14 λίπασμα
1) fertiliser2) fertilizerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λίπασμα
-
15 τεχνητό λίπασμα
вештачко ѓубривоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τεχνητό λίπασμα
-
16 λιπασμάτων
λίπασμαa greasy form of ulceration: neut gen pl -
17 λιπάσμασι
λίπασμαa greasy form of ulceration: neut dat pl -
18 λιπάσμασιν
λίπασμαa greasy form of ulceration: neut dat pl -
19 λιπάσματα
λίπασμαa greasy form of ulceration: neut nom /voc /acc pl -
20 λιπάσματι
λίπασμαa greasy form of ulceration: neut dat sg
См. также в других словарях:
λίπασμα — a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπασμα — το (Α λίπασμα) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα») 2. φρ … Dictionary of Greek
λίπασμα — το, ατος φυσική ή τεχνητή ουσία που βοηθάει στην ανάπτυξη των φυτών: Η κοπριά είναι ζωικό λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπασμάτων — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσμασι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσμασιν — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματα — λίπασμα a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματος — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek